ἔνδρατα

ἔνδρατα
ἔνδρατα· τὰ ἐνδερόμενα συν τῇ κεφαλῇ καὶ τοῖς ποσί, Hsch.; cf. ἔνδορα. [full] ἐνδριώνας· δρόμος παρθένων ἐν Λακεδαίμονι, Id. (ἐν δριῶνας Mein.). [full] ἔνδροια, written for
A

ἔνδρυα 11

, Id.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”